Διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο ''Μελάνθια" (εκδ. Ελκυστής)


Τίτλος: Μελάνθια
Συγγραφέας: Δημήτρης Μοσχονάς
Εκδόσεις: Ελκυστής

Λίγα λόγια για το έργο

Η Μελάνθια είναι μια σύγχρονη τραγωδία που αγγίζει, με ποιητικό αλλά και πολιτικό τρόπο, το ηθικό ζήτημα της ευθανασίας. Όμως, η ευθανασία λειτουργεί μόνο ως αφετηρία.

Στον πυρήνα του έργου τίθεται ένα καίριο φιλοσοφικό ερώτημα: 

Σε ποιον ανήκει το σώμα μας;

Ποιος αποφασίζει πότε ένας άνθρωπος έχει δικαίωμα να αποχωρήσει; Ανήκει το ανθρώπινο σώμα στον Θεό; Στο Κράτος; Στην οικογένεια, στον Στρατό, στην Ιατρική, στη Θρησκευτική Αρχή – ή στον ίδιο μας τον Εαυτό; Στον σύγχρονο κόσμο, η αυτονομία του σώματος αναγνωρίζεται συχνά μόνο στα λόγια, ενώ επί της ουσίας αυτή η ελευθερία καταστέλλεται.

Σχετικά με το έργο

Παρακάτω παρατίθεται μια σύντομη παρουσίαση του μύθου του Σίσυφου, καθώς και ένα απόσπασμα από το έργο:

Ο μύθος του Σίσυφου

Σύμφωνα με τον μύθο του Σίσυφου, ο βασιλιάς της Κορίνθου αιχμαλωτίζει τον Θάνατο για να αποφύγει τη θνητότητά του και να εξασφαλίσει την αθανασία. Η πράξη του αυτή διαταράσσει την ισορροπία της φύσης, προκαλώντας χάος στην κοσμική τάξη. Ο Σίσυφος καταδικάζεται από τους θεούς σε αιώνια τιμωρία, να σπρώχνει έναν βράχο στην κορυφή ενός βουνού, μόνο για να τον βλέπει να κυλά πίσω κάθε φορά.

Ο Δημήτριος Μοσχονάς αντλεί από τον διαχρονικό μύθο για να αναδείξει την αλαζονεία του ανθρώπου στη σύγχρονη εποχή. Στην ατέρμονη επιδίωξή του για αθανασία και εξουσία, ο άνθρωπος διαπράττει ύβρη, παραβιάζοντας τη φυσική τάξη και αδιαφορώντας για τις καταστροφικές συνέπειες. Απομακρυνόμενος από τη θνητότητα και την αναγκαιότητα του θανάτου εισέρχεται σε έναν φαύλο κύκλο, όπου η φύση αντιδρά με τρόπους ανεξέλεγκτους.

Και η νέμεσις, σιωπηλή και αμείλικτη πλησιάζει…

Πληροφορίες αποσπάσματος:

Η Μελάνθια συναντά τον μάντη Αγρυπνίωνα, ο οποίος της αποκαλύπτει την καταραμένη καταγωγή της. Ως απόγονος του Σίσυφου, η καταγωγή της παίζει σημαντικό ρόλο στην πορεία της ιστορίας. Το παρακάτω απόσπασμα εξηγεί στον αναγνώστη τη σύνδεση μεταξύ του παρελθόντος της και της μοίρας του γένους της.

[Απόσπασμα -Μελάνθια]

ΑΓΡΥΠΝΙΩΝΑΣ

Αχ! Αν οι γυναίκες είχατε υπομονή, τα πράγματα θα ήταν τόσο διαφορετικά! Άκου, λοιπόν, σε αφορά. Εν κατακλείδι, θα σου πω ότι και με κάποια άλλα τεχνάσματά του, ο Σίσυφος, εξόργισε ακόμα περισσότερο τους θεούς, όπως τότε που με ξεγέλασμα ύπουλο φυλάκισε τον ίδιο τον Θάνατο! Ω! τι χαρά! Τι ανακούφιση! Κανένας και τίποτα να μην πεθαίνει! Καμία αγωνία! Τι ευδαιμονία! Καμία τρικυμία στην ψυχή! Ο Θάνατος στη φυλακή! Χάθηκε ο φόβος! Βοσκοί με αυτοσχέδιους αυλούς, κιθαρωδοί, λυράρηδες και μελωδοί να υμνούν την αιώνια πλάση! Τι μουσικές! Τι χοροί! Τι ευτυχία! Τι ευδαιμονία! Ο Θάνατος στη φυλακή, και ο Έρως… μονάχος να αλωνίζει, και να… σπέρνει… Και τότε συνέβη κάτι τρομερό! Χρρρ… Ιχρρρ… Χρρρ…
(Παύση)

ΜΕΛΑΝΘΙΑ

Αγρυπνίωνα!

ΑΓΡΥΠΝΙΩΝΑΣ

Από την αδιάκοπη σπορά, η Γη, γέμισε εκατομμύρια τσακισμένα ανθρώπινα κορμιά, που κάλυψαν τα πάντα και επήλθε κορεσμός, μιας και δεν χωρούσαν πουθενά, ο ένας πάνω στον άλλον, ακόμα και ο αέρας δεν τους ήταν πλέον αρκετός για να ανασάνουν· μα ούτε και η Μάνα Γη, το βάρος όλων αυτών, μπορούσε για πολύ καιρό ακόμα να τ’ αντέξει. Ανθρώπινα τσαμπιά και ζώα κρέμονταν στα δέντρα, σαν ακρίδες πάνω σε λυγισμένα στάχυα. Άνθρωποι μπλεγμένοι με ζώα και δέντρα. Πόδια ελαφιών και χέρια ανθρώπων, μια μάζα, μπουρδουκλωμένα. Οπλές οστεωμένων γαϊδουριών πατούσαν πάνω σε κόπρανα, κάτουρα και στάχτες. Καπνός παντού, χωρίς φωτιά. Η φωτιά ήταν εσωτερική και έκαιγε τα πάντα, χωρίς στα αλήθεια να τα καίει. Ένα κουβάρι ζώα και άνθρωποι. Άνθρωποι, ζώα και ξερά κλαδιά. Όλα ημιζώντανα με το στανιό.

Μα το χειρότερο απ’ όλα αυτά, ξέρεις ποιο είναι; Αυτός ο οίστρος! Τα πάντα οιστρόπληκτα να ενώνονται και να ενώνουν. Να γεννοβολούν συνέχεια και τίποτα να μην πεθαίνει. Τίποτα, να μην, πεθαίνει… Καμία σωτηρία. Αδιανόητος κορεσμός και πείνα. Η πείνα! Αδιάκοπη όρεξη για τροφή. Κι άλλη τροφή, κι άλλη τροφή! Μα ποια τροφή; Ποια τροφή; Κι αυτή η δίψα! Τόση δίψα! Και τότες, φορτωμένα σύννεφα. Σκούρα γκρι. Με πολύ βροχή. Και θόρυβο. Και αστραπές. Όχι αστραπές. Βουητό. Ναι! Σαν βουητό! Όχι σαν…! Βουητό! Σα να ετοιμάζεται βροχή. Να βρέξει. Όχι βροχή! Όχι. Τίποτα που να ακούγεται σα βροχή. Χωρίς καθόλου βροχή! Σα διψασμένα σύννεφα. Στεγνά. 

Τόσο στεγνά! Σύννεφα σκόνης, δεν ήταν… Ήταν όμως διψασμένα ναι, πολύ, πάρα πολύ αυτά τα σύννεφα… μα δεν … δεν… ήταν… σύννεφα…

Ακρίδες! Και μύγες! Κουνούπια και σφήγκες, κοριοί και ψαλίδες ψάχναν νερό. Νερό δεν υπήρχε. Στα δάκρυα ζητούσαν τη δίψα να σβήσουν των ζωντανών. Κατσαρίδες μεγάλες, αράχνες, μυρμήγκια, τερμίτες μυριάδες διψούσαν πολύ. Τα δάκρυα ψάχναν ανθρώπων και ζώων και πληγωμένων κλαδιών. Με μανία στα μάτια βουτούσαν για λίγο νερό. Νερό δεν υπήρχε!

Κι έπειτα…

Αυτός ο επιπόλαιος οίστρος! Αχ, αυτός! Το αχ, έγινε οργασμός και ο οργασμός έγινε ωχ! Και μετά λυγμός, σε κάθε νέα γέννα. Ευσεβείς πελαργοί χωμένοι σε ανδρών στόματα, έψαχναν μια χαψιά μπουκιά για να ταΐσουν τους άμοιρους γονείς τους. Πατέρες σα μητέρες, οι ευσεβείς πελαργοί. Πελαργοί και άντρες κατάφορα ίδιοι, να ανησυχούν για την τροφή των γονιών και των παιδιών τους! Κατσίκες να βυζαίνουν τις γυναίκες των ανθρώπων, και να ματώνουν τα στήθια τους, για μια σταγόνα γάλα. Μα δεν έπρεπε να φάνε κάτι κι αυτές οι καψερές, για να ταΐσουν όλον τον υπόλοιπο κόσμο; Τέτοιο χρέος! Μακάρι οι γυναίκες να είχαν βυζιά διπλά, τριπλά και τρίδιπλα για να ταΐζουν, να ξεδιψάζουν, να χορτάζουν όλη την πλάση. Μακάρι και οι άντρες να μπορούσαν να προσφέρουν βυζαγμό, να ελαφρύνουν τις γυναίκες απ’ το ανυπόφορο φορτίο.

Όμως, η Φύση ήθελε αλλιώς. Ορίζει τώρα μαστάρια μαραμένα, πιο καταδικασμένα, να μοχθούν για να δώσουν λιγοστή ζωή, ως να είναι άνυδρες πηγές, σχεδόν στεγνές. Τέτοιο χρέος αυτά τα ευλογημένα ζωντανά, το γυναικείο είδος και οι κατσίκες. Ζωοδότρες μέλισσες θηλαστικές, του γάλακτος οι κοινωνοί. Μαστοφόρες εργάτριες, ακούραστες, ενός μελιού λευκού, που πάλλεται! Πάλλευκου. Που πάλλεται. Ωδή στις κατσίκες, ωδή στη Θηλυκή Αρχή! Ωδή στη γυναίκα! Ωδή στη Φύση! Στη Φύση που αδημονεί να επιβληθεί για να ισορροπήσει. Ωδή στο γάλα!

ΜΕΛΑΝΘΙΑ

Έλεος!

ΑΓΡΥΠΝΙΩΝΑΣ

Αφθονία δίχως θάνατο δεν υπάρχει! Δεν υπάρχει, σαν ο Έρως, μονάχος αλητεύει. Ο Θάνατος σπέρνει τη Γη. Αυτός τη θρέφει. Αυτός την ποτίζει. Αυτός τη φροντίζει και τη θεριεύει… Χωρίς αυτόν, η Γη, είναι στέρφα. Άγονη. Ξερή. Λυπημένη. Περσεφόνη! Μα, τι οσμή είναι αυτή; Εξουθενωτική! Κάτουρα, κόπρανα και σήψη. Τι σιχαμερή επιθανάτια πνοή, τόσο πνιγερή ολούθε;

Σήψη; Μα ποια σήψη; Δεν υπάρχει σήψη! Είναι κάτι άλλο αυτή η μυρωδιά. Κάτι το εντελώς άλλο… Κάτι το τόσο ξεχωριστό… Από τα πέρατα μέχρις τα πέρα πέρατα του κόσμου αυτή η μυρωδιά, του μη θανάτου! Του μη τέλους! Της μη αρχής! Ο κύκλος της ζωής έχει πια διαρραγεί.

Συνεχίζεται...
Περίληψη οπισθοφύλλου:

Οι Φρουροί του Κράτους έχουν εξαπολύσει ένα ανελέητο κυνηγητό εναντίον τους. Οι κυνηγημένοι κρύβονται στον λόφο με τις παπαρούνες. Πρέπει, πάση θυσία, να διαφυλάξουν το πανάρχαιο μυστικό τους. Βρέχει.

Ένα κορίτσι, η Μελάνθια, περιπλανιέται μόνο μέσα στο δάσος. Ο Αγρυπνίωνας, ο αλαφροΐσκιωτος μάντης, θα εμφανιστεί μπροστά της ξαφνικά. Η προφητεία λέει για την καταραμένη καταγωγή της. Η Μελάνθια προέρχεται από τη γενιά του Σίσυφου. Θα αναγκαστεί να σηκώσει τον δικό της βράχο, μόνο που ο βράχος της είναι μια Ιδέα. Μια ιδέα ανυπότακτη, ικανή να ταράξει συθέμελα το Κράτος. Η σύγκρουση με το ισχυρό κατεστημένο είναι αναπόφευκτη. Ευγενικά «κοράκια» που διψούν για εξουσία, κατακλύζουν τον ουρανό…

Μια σύγχρονη τραγωδία, βασισμένη σε αληθινή ιστορία, που πραγματεύεται το δικαίωμα του ανθρώπου στην αυτοδιάθεση του σώματός του και την ελευθεροβουλία.

*Τα πνευματικά δικαιώματα τόσο της εικόνας του εξωφύλλου όσο και του άνωθεν αποσπάσματος ΔΕΝ ανήκουν στο blog, αλλά αποκλειστικά στον συγγραφέα και στον εκδοτικό οίκο.

**Το απόσπασμα δημοσιεύεται κατόπιν συνεννόησης και συναίνεσης του συγγραφέα και του εκδοτικού οίκου.




Διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο ''Μελάνθια" (εκδ. Ελκυστής) Διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο ''Μελάνθια" (εκδ. Ελκυστής) Reviewed by Dominica on Νοεμβρίου 13, 2025 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Εικόνες θέματος από sndr. Από το Blogger.