Διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο ''Ο άνεμος χορεύει ανάμεσα στις καλαμιές" (εκδ. Ελκυστής)


Τίτλος: Ο άνεμος χορεύει ανάμεσα στις καλαμιές
Συγγραφέας: Γιάννης Τσιτσίμης
Εκδόσεις: Ελκυστής

  Τι δουλειά μπορεί να κάνει για να επιβιώσει στοιχειωδώς ένας νεαρός αποστάτης της ζωής, ένας πρώην φυλακισμένος και βίαιος άνθρωπος; Όχι και πολλά πράγματα. Ωστόσο περιπλανήθηκε στη μεγάλη πόλη αναζητώντας εργασίες που θα του εξασφάλιζαν ένα πιάτο φαγητό κι ίσως ένα ούζο το βράδυ στον καφενέ. Τίποτε άλλο.
   Και βρήκε μόνο τα κατακάθια. Τότε, μετά την οριστική του αποφυλάκιση, ένιωσε πως η ζωή του θα ήταν για πάντα έτσι, σφραγισμένη με σκοτάδι, με κάγκελα εγκλεισμού και πόνο, αναλλοίωτη στο πέρασμα του χρόνου. Είχε πάντα μια κάψα μέσα του, μια διάρκεια ζεστής απόχρωσης της ζωής που δεν τον οδηγούσε πουθενά παρεκτός στην τρέλα.
  Πήγε στον στρατό για δύο χρόνια. Αν και είδαν το πρόβλημα στο αριστερό του πόδι οι γιατροί έκριναν πως μπορεί να υπηρετήσει ως “βοηθητικός”. Τίποτε δεν άλλαξε γι’ αυτόν μέσα στο στρατόπεδο. Κτηνωδία, τρέλα, βρωμιά και διαταγές άχρηστες. Δεν έβλεπε την ώρα να τελειώνει από εκεί μέσα κι ήταν κάτι βράδια που ένιωθε χειρότερα κι από τη φυλακή ανηλίκων ενώ μια τάση να σκοτώσει άνθρωπο και μάλιστα αξιωματικό τού ερχόταν σαν αναγούλα κατά διαστήματα. Είχε καρφώσει στον τοίχο πάνω από το μεταλλικό κρεβάτι που κοιμόταν ένα χαρτί με κεφαλαία γράμματα που έγραφε την ημέρα απόλυσής του και είχε προσηλωθεί σε αυτήν κλείνοντας τελείως το μυαλό του στους γύρω. Για εκείνους δεν ήταν παρά ένας αλλόκοτος τύπος, πρώην φυλακόβιος σε ιδρύματα, ορφανός κι απόκληρος και δεν ήθελαν και πολλά μαζί του. Είχε κάτι το φοβιστικό στο πρόσωπό του, ανάμεσα στα φρύδια του διαγραφόταν ένα αίσθημα οργής κι αυτό έδιωχνε από κοντά του τους άλλους με τους οποίους δεν είχε και τίποτε να κουβεντιάσει: ποδόσφαιρο, γυναίκες, λεφτά. Έτσι μια μέρα στα σύνορα κι ενώ έριχνε χιονοθύελλα ήρθε το απολυτήριο. Παράτησε τη σκοπιά επιτόπου και πήρε να περπατάει μέσα στα χιόνια ακούγοντας πίσω του για τελευταία φορά τις βρισιές του υπαξιωματικού στο φυλάκιο.
   1960. Πίσω στη ζωή οι δουλειές του, τυχάρπαστες και προσωρινές, τον οδήγησαν σε μια ατέλειωτη γύρα στα πιο χαμηλά κλιμάκια ανθρώπων που δε νοιάζονταν για τίποτα εκτός από το πιοτό και το σεξ με πόρνες. Για έναν χρόνο υπήρξε διαδοχικά εργάτης ανειδίκευτος σε οικοδομές, χαμάλης στο λιμάνι, βοηθός σε καθαρισμό βόθρων, ζητιάνος έξω από τράπεζες, στις λαϊκές να κουβαλά διάφορα για ένα κομμάτι ψωμί, εργάτης σε μεγάλα αλιευτικά να θαλασσοπνίγεται για έναν ξιφία και μια τσιπούρα ανοικτής θαλάσσης. Να δουλεύει στα χωράφια όπου βρει, να σκάβει, να φυτεύει, να κλαδεύει, να ραντίζει και τα βράδια να προσπαθεί να μην κλάψει. Κλέφτης φυσικά σε ψιλοπράγματα, κάτοικος σε τρώγλες. Μετά “προστάτης” σε κορίτσια της νύχτας που ανήκαν σε άλλους, αυτόν τον είχαν οι νταβατζήδες για να παλεύει με μαχαιροβγάλτες, μέθυσους και κρετίνους. Μπράβος σε καταστήματα φθηνής διασκέδασης της νύχτας, να σπρώχνει ηλίθιους που έκαναν φασαρία μέσα στο μεθύσι τους και να τους δέρνει κι εκείνοι να γελάνε με ματωμένα δόντια. Μέχρι που ένας από αυτούς που είχε πετάξει έξω, ένας κοιλαράς τύφλα με σαμπάνια φτηνή των σκυλάδικων, γύρισε πίσω και τον πυροβόλησε μα αστόχησε καθώς τα έβλεπε όλα διπλά, η σφαίρα έγδαρε το δεξιό μάγουλό του κι έμεινε σημάδι, ένα σημάδι δυσοίωνο στη μαύρη του ζωή. Κι έπειτα για δυο χρόνια μπάρκαρε σε ένα άθλιο γκαζάδικο να δει τον κόσμο μα είδε μονάχα θυμωμένους ωκεανούς και άθλιους ναύτες κι όταν επέστρεψε ήταν απελπισμένος που σκόρπιζε τη ζωή του στα είκοσι τρία του χρόνια σαν είκοσι τρεις αιώνες. Κι ολοένα να θυμάται εκείνη την πρώτη φορά που επιχείρησε να γίνει “άνδρας”. Πολύ καιρό πριν μπαρκάρει για έξω, λίγο μετά που βγήκε ενήλικας από τη φυλακή ανηλίκων και πήγε φαντάρος. Τότε που γνώρισε τη Σόνια, μια πόρνη με περασμένα τα σαράντα πέντε.
   Η Σόνια. Προσπαθεί να τη φέρει σαν ανάπαυλα στα ποτάμια της μνήμης του μα κάτι δεν τον αφήνει, κάτι του γρατζουνάει πρώτα τον ώμο και μετά του διαλύει τη σκέψη. Το κορμί της Σόνιας χάνεται, εξατμίζεται και η εικόνα που έρχεται στη θέση της είναι αποκρουστική. Ένας ψηλός, χοντρός τύπος με μαλλιά μακριά όλο λίγδα και μπόλικα μούσια μέσα στα οποία μπορείς να ανιχνεύσεις ως κι έντομα που μετακινούνται με φούρια, στέκεται από πάνω του και χαμογελά με διάθεση φιλική ενώ φέρει στο σώμα του τουλάχιστον τρία διαφορετικά στρώματα ρούχα, μια ζωντανή μετακινούμενη ντουλάπα. Μοιάζει να είναι κοντά στα εβδομήντα. Τα μισά του δόντια χάσκουν σ’ ένα στόμα που μυρίζει αργό θάνατο και φθηνό αλκοόλ. Προφανώς και ο Ανέστης έχει κάνει κατάληψη στον χώρο κατοικίας του. Ωστόσο ο γίγαντας δε δείχνει να έχει θυμώσει, αρπάζει την μπίρα από τα χέρια του, την κατεβάζει όλη και του επιστρέφει πίσω τα άδειο μπουκάλι. Βολεύεται ακριβώς απέναντι από τον Ανέστη σε ένα σάπιο και βρώμικο στρώμα και με πλήρη αδιαφορία για τη στιγμή που του χάλασε, του πετάει πρώτα ένα ρέψιμο σαν ν’ άνοιξαν οι λάκκοι της Κόλασης, έπειτα σηκώνει το ένα του πόδι και αφήνει μια πορδή φωνάζοντας θεατρινίστικα «αχ, αερίστηκα, με συγχωρείτε», μετά γελάει με το γέλιο ενός Δράκου και τέλος του απευθύνει τον λόγο ολοκληρωτικά:
  -Φιλαράκι, να σου πω…. Ο κόσμος όλος είναι ένα μεγάλο κωλοτρυπίδι, το ξέρεις; Κι εμείς είμαστε τα σκατά του…
  Το μάτι του Ανέστη τρεμοπαίζει. Η αίσθηση του χρόνου έξω από τη γέφυρα χάνεται. Βραδιάζει; Είναι ακόμη απόγευμα; Πού βρίσκεται ο ήλιος; Πού έχει να πάει και τι έχει να κάνει πριν νυχτώσει; Ο χρόνος διασπάται και διαχέεται ταυτόχρονα σε μικρά όνειρα, σε μικρές ελπίδες, σε μικρά ασήμαντα λιμάνια που δε σταματά ποτέ κανείς, σε μικρά χέρια που δείχνουν το σκοτάδι. Ο χρόνος γίνεται πλαστελίνη και τον πλάθεις, τον σταματάς όποτε θέλεις σαν ένα υπόγειο τρένο που κάνει στάσεις εκεί που εσύ θέλεις και μένεις όσο εσύ επιθυμείς. Ο χρόνος είναι ανεξέλεγκτος και συνάμα στην τσέπη σου, σε δεσμεύει ή εσύ φυλακίζεσαι μέσα του σε μνήμες οδυνηρές που δε λες να διαγράψεις. Ο χρόνος ορίζεται πιθανά από τα ανεβοκατεβάσματα του ήλιου, ποιος όμως ορίζει τότε τον ήλιο; Ο χρόνος είναι μια φυλακή μέσα στην οποία θυσιάζεις άσκοπα τα νιάτα σου, στην ουσία είσαι δεσμώτης του χρόνου που δε μετριέται με λεπτά και δευτερόλεπτα μήτε με ημέρες και μήνες μα μονάχα με ήττες, παθήματα, πράξεις εγκληματικές, ποινές, εγκατάλειψη, μοναξιά και οίκτο. Για ανθρώπους σαν τον Ανέστη Μαυρουδή υπάρχει η εξαιρετική πιθανότητα να μην υφίσταται καν ο χρόνος. Ανεξέλεγκτος κι έξω από την τροχιά της μέτρησης λεπτών και ωρών, ο Ανέστης ζει στις παρυφές της ύπαρξης, βαθιά μέσα στο αιώνιο σκοτάδι του μυαλού του. Τα κόπρανα από το τέλος του κόσμου.
   Μα είναι πια αργά για σκέψεις, είναι αργά να εξοκείλει κι άλλο το μυαλό και το μνημονικό του. Ο άλλος έχει σκοπό να μιλήσει και θα μιλήσει.
  «Πρώην καθηγητής Πανεπιστημίου», του λέει, «μη με κοιτάς πώς ξέπεσα έτσι, είχα και διδακτορικό εγώ, τι με κοιτάς και χαζεύεις; Άκου λοιπόν. Δεν είμαι κανένας τυχαίος, φιλαράκι». Ο χρόνος σκέφτεται, ο Ανέστης, ο χρόνος, είμαστε φυγάδες του χρόνου κι ετούτος εδώ είναι η απόδειξη πως μπορεί κάποιος να τα καταφέρει και χωρίς ρολόι και χωρίς εποχές. Ακούει τον “κύριο καθηγητή” να παραμιλά, να αφηγείται ιστορίες του ξεπεσμού του, μια γυναίκα ήταν η αφορμή, η γυναίκα του. Έτσι ε, τότε τι θα έπρεπε να κάνω εγώ, σκέφτεται πάλι ο Ανέστης, εσύ με τόσα εφόδια και χρήματα και ζωή και μόρφωση κατέληξες έτσι για μια γυναίκα, εγώ, που με κατέστρεψε η μητέρα μου κι ο πατέρας μου τι έπρεπε να κάνω, να πουλάω στο χασάπικο τις σάρκες μου; Ο γίγαντας παραληρεί, δεν έχει πια καμιά σύνδεση σε όσα του λέει, πιο πολύ γελάει και ξύνεται κι επιμένει να μιλάει για μια γυναίκα που τον παράτησε μπορεί και είκοσι χρόνια πριν, για μια γυναίκα που δε στάθηκε ποτέ να κοιτάξει τι απέγινε, πώς ζει, μέχρι και παιδιά έχει κι αυτά ούτε που νοιάστηκαν τι κάνει κι ο Ανέστης τότε αποφασίζει να σηκωθεί και να φύγει, αποφασίζει να μην ακούσει άλλο αυτές τις –ανούσιες, καταθλιπτικές, επαναλαμβανόμενες– φλυαρίες που έχει ακούσει ξανά στη ζωή του μέσα στη φυλακή μέσα στα καράβια μέσα στο σπίτι του από τους εραστές της μάνας του που είχαν μια μικρή αμηχανία με το παιδί “μπροστά”, ε, τι να γίνει; Μια ψυχή που είναι να βγει θα βγει με πόνο όμως αφόρητο, έχει για όλους ο Διάβολος μενού και φαντασία στα τραπέζια που μας περιμένει, στη σειρά όλοι και θα χωρέσετε στην Κόλαση, μην ανησυχείτε. Το κοπάδι βελάζει κι επιστρέφει, στη σειρά όλοι για το μαντρί, μια κωμωδία με γελοίους πρωταγωνιστές είναι η ζωή. Αν δεν έχεις χρήμα κι επομένως αξιοπρέπεια, δεν είσαι παρά η κωλοτρυπίδα του κόσμου, έχει δίκιο ο γερο-καθηγητής, οι φτωχοί είναι μια βρωμερή απόφυση που κανείς δε θέλει να ξέρει, μυρίζουν άσχημα, μιλάνε άσχημα, όμως φτάνει! Αυτός είχε σχέδιο, αυτός δε θα έφτανε ποτέ να ζει έτσι, κάτω από μια γέφυρα με ένα τρένο που δεν περνάει πια ποτέ, με μια ζωή σταματημένη από τον χρόνο, μ’ ένα τραπέζι μόνιμα κλεισμένο στο ρεστοράν της Κόλασης. Ναι, η ζωή του Ανέστη Μαυρουδή και του κάθε Ανέστη Μαυρουδή είναι μια ζωντανή τραγωδία για αμαρτίες άγνωστες με τιμωρίες ατέλειωτες, γι’ αυτό οι “άλλοι” έχουν υψώσει τοίχο ανάμεσα για να γλιτώσουν από την εικόνα τέτοιων ανθρώπων που τους θυμίζουν το κοινό τέλος όλων: έναν λασπωμένο τάφο και τα κόκαλα ν’ ασπρίζουν. Φτάνει πια, αυτός είχε σχέδιο να ξεφύγει και θα το πετύχαινε, γι’ αυτόν δεν υπήρχαν στο μέλλον γέροι κάτω από γέφυρες με πορδές, σάλια και τρύπια παπούτσια, αυτός είχε τον τρόπο να τ’ αλλάξει όλα, φτάνει!
   Με αυτές τι σκέψεις ένας άνθρωπος, όπως είπαμε “ελαφρύς”, αφοπλίζει τη σκέψη του και πιστεύει ότι έχει ελπίδα. Έτσι είναι ο άνθρωπος, από χώμα κι από λάσπη, φρούδος και τυφλός. Κι ο Ανέστης,
καθώς δε διαθέτει κανένα ψυχικό απόθεμα για ν’ ανατρέψει τα γρανάζια και τις μυλόπετρες που αλέθουν διαρκώς τις σάρκες της ζωής, είναι θύμα εύκολο της αναλλοίωτης μορφής του χρόνου που πολλαπλασιάζει τις ώρες του όταν θέλει να σε διαλύσει. Κι έτσι, την ώρα που εσύ προκαλείς θλάση στον χρόνο, αυτός γελά και σε αφήνει να σκορπίσεις.
   Αφήνει τον γερo-καθηγητή πίσω του, εκείνος συνεχίζει να μιλά στο κενό σαν να μην έχει φύγει ο Ανέστης, η φωνή του τον ακολουθεί μα σύντομα σβήνει σε μια ήμερα τόσο σημαντική που στηρίζεται άφοβα από τα ηλιοστάσια κι επομένως αυτό, την άνω τελεία στη διάρκεια του χρόνου, ο Ανέστης το θεωρεί σημάδι καλό και προχωρά –κουτσαίνοντας ελαφρά– χωρίς δισταγμό πια χωρίς ερωτήματα και χωρίς αναστολή.
   Έμεινε για πολύ καιρό στο αφοδευτήριο του κόσμου. Καιρός να γνωρίσει τα πιο πάνω μέρη του. Πίσω ένα εκκωφαντικό γέλιο τού ανατριχιάζει την πλάτη. Μοιάζει σαν να γελάει ο Θεός μεταμορφωμένος σε απόκληρο ερημίτη με τα καμώματα των ανθρωπάκων του.

Συνεχίζεται...

Περίληψη οπισθοφύλλου:

«…Δεν ήθελε να την ακούει άλλο. Γι’ αυτό άρχισε να την κτυπάει κι ας την αγάπαγε. Με τον δικό του σκληρό τρόπο. Είχε το ένστικτο του ζώου, δεν ήξερε από τρόπους και αισθήματα, είχε πληγές που κάθε μέρα κακοφόρμιζαν και μύριζε η σαπίλα και η γάγγραινα που ξέσκιζε τα σωθικά του κι ολοένα τον κατακτούσε, τον γάντζωνε στο παρελθόν, τον έπνιγε σε θάλασσα μαύρη κι απέραντη. Τον έτρωγαν μέσα του όρνια αόρατα. Κι η Ρενάτα τον ερωτευόταν ακόμη περισσότερο σε μια αρρωστημένη σχέση εξάρτησης και έτρεμε μην τον χάσει. Κι όταν εκείνος ξεθύμαινε την οργή του πάνω στο κορμί της, εκείνη έκλαιγε, μάζευε τα κομμάτια της και περίμενε την επόμενη ημέρα, ένας επιβάτης σε σταθμό που τα τρένα δεν περνάνε πια, οι γραμμές σκούριασαν, η στάση καταργήθηκε. Όμως αυτή περίμενε σ’ εκείνον τον σταθμό, περίμενε με αγωνία να δει τον καπνό από την ατμομηχανή να πλησιάζει κι ας βράδιαζε, ας σκοτείνιαζε ολοένα και πιο γρήγορα, περίμενε σαν αρλεκίνος στη βιτρίνα, μόνη στ’ αζήτητα παιχνίδια του μαγαζιού…»

Ο Ανέστης Μαυρουδής είναι ένας άνθρωπος θύμα των περιστάσεων που βιώνει. Μεγαλώνει ανάμεσα σε Συμπληγάδες Πέτρες. Ο πατέρας του στα Τάγματα Ασφαλείας στην Κατοχή, η μητέρα του μια εκδιδόμενη γυναίκα. Καθώς τον συνθλίβουν ολότελα οι μυλόπετρες της ζωής και της ιστορίας, προσπαθεί να βρει τον δρόμο του ορφανός σε μια χώρα που βιώνει τον μεταπολεμικό τρόμο σαν τον μόνο τρόπο ζωής για τους φτωχούς και τους απόκληρους εκείνης της εποχής.

Γύρω του μπερδεύεται ένας ιστός από άλλους ανθρώπους που καραδοκούν να τον χρησιμοποιήσουν για το δικό τους όφελος. Κατοχή, Ναζί, μαυραγορίτες, δολοφόνοι, έρωτες, μάσκες κάτω από μάσκες, εκκολαπτόμενοι εγκληματίες μαφιόζοι, πόρνες, άνθρωποι ναυάγια, η ζωή στην Ελλάδα μέσα στις δεκαετίες από το ’40 ως το ’80 μια ανάσα δρόμος.

Ένα κρεσέντο από διαρκή flashback και τη δράση να ορίζεται στα όρια μονάχα τριών ημερών (που αποτελούν και τα τρία μέρη του βιβλίου).

Ποιος μπορεί να εναντιωθεί στα παιχνίδια των δυνατών που ορίζουν τις μοίρες των υπόλοιπων; Μήπως το νόημα της ζωής βρίσκεται πέρα από τον έρωτα, τη βία, τον πόνο, τον πλούτο; Και κρύβεται στο πονηρό χαμόγελο ενός κλόουν που κρατά αντί για μπαλόνι ένα περίστροφο στο χέρι;

*Τα πνευματικά δικαιώματα τόσο της εικόνας του εξωφύλλου όσο και του άνωθεν αποσπάσματος ΔΕΝ ανήκουν στο blog, αλλά αποκλειστικά στο συγγραφέα και στον εκδοτικό οίκο.

**Το απόσπασμα δημοσιεύεται κατόπιν συνεννόησης και συναίνεσης του συγγραφέα.
Διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο ''Ο άνεμος χορεύει ανάμεσα στις καλαμιές" (εκδ. Ελκυστής) Διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο ''Ο άνεμος χορεύει ανάμεσα στις καλαμιές" (εκδ. Ελκυστής) Reviewed by Dominica on Οκτωβρίου 13, 2025 Rating: 5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Εικόνες θέματος από sndr. Από το Blogger.