Διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο ''Το ξίφος της Προλεάννα"
Τίτλος: Το ξίφος της Προλεάννα
Συγγραφέας: Κωνσταντίνος Ζαχαράκης
Εκδόσεις: Ελκυστής
________ * ________
ΟΤΑΝ ΧΡΩΣΤΑΣ ΧΑΡΗ
Ο Στόρσιγκε ποτέ δεν ήθελε να πάει εκεί, όμως χρωστούσε χάρη στον Παλάστο. Τουλάχιστον η θέα ήταν καλή. Η κορυφή του βουνού ξεγύμνωνε τα πάντα. Όλα φαίνονταν από κει πάνω. Το Ασκίαστο Δάσος με τις ροζ αμυγδαλιές· το ποτάμι του Αχάριστου με τις εκατοντάδες στροφές, που έκαναν τον Στόρσιγκε να ανακατεύεται· και φυσικά η Ανατολίδα με τα κοντά σπίτια με τις τούβλινες σκεπές και τον πύργο του Αρχιερέα, που έριχνε τη χοντρή του σκιά στην πόλη, δημιουργώντας την εντύπωση ότι μια λωρίδα της είχε καεί ολοσχερώς.
Σκατούπολη με σκατόκοσμο. Το μόνο καλό εδώ πάνω είναι πως δεν αναγκάζομαι να βλέπω τις σκατόφατσές σας. Στη θύμηση μονάχα του καλοκάγαθου Μπρίλμπαριλ, που χαμογελούσε κι ένευε συνεχώς με υπερβολική ευγένεια, ενώ τα βράδια έδερνε τη γυναίκα του, ένιωσε την ανάγκη να χτυπήσει κάτι.
«Ωραία, φτάσαμε στην κωλοκορφή», είπε ο Στόρσιγκε κι έφτυσε μια παχιά ροχάλα στο γρασίδι. «Τι κάνουμε τώρα;»
Ο Παλάστο κρατούσε τα γόνατά του και βαριανάσαινε. Το φως του ήλιου έκανε την καράφλα του να γυαλίζει και τα γκρίζα μαλλιά στους κροτάφους του να φαίνονται σχεδόν κατάλευκα. Μόλις σήκωσε το κεφάλι του και είδε τις τρεις στημένες σε ένα τρίγωνο κοτρόνες, γούρλωσε τα σακουλιασμένα του μάτια, λες κι είχε αντικρίσει κάποια θεόσταλτη αιθέρια παρουσία. Είναι γαμημένες πέτρες, άνθρωπέ μου. Ο Παλάστο έπιασε το σπαθί με τη θήκη από την πλάτη του και το έφερε μπροστά του με τόση ευλάβεια, λες και κρατούσε βρέφος. Είναι ένα γαμημένο σπαθί, άνθρωπέ μου. Το κράτησε τελετουργικά μπροστά του με χαμηλωμένο κεφάλι, λες και ντρεπόταν να το αντικρίσει.
Ο Στόρσιγκε καθάρισε τον λαιμό του. «Θα το γαμήσεις κιόλας; Τι θα γίνει;»
«Σταμάτα, βλάσφημε!» τον επέπληξε ο μοναχός, αλλά ο Στόρσιγκε απλώς γελούσε τσιριχτά και πνιχτά. «Σύμφωνα με τα ιερά γραπτά του Ηλιόπυργου, μόλις το ξίφος καθίσει ανάμεσα στις πέτρες, θα τρυπήσει την καρδιά της Ηλιόλουστης Λεάννα και θα την ξυπνήσει για να ηγηθεί ενάντια στους αβυσσαλέους Αόμματους».
Ο Παλάστο μιλούσε ψιθυριστά, με πάθος και ευλάβεια, χωρίς να αποσπάται από τον ιδρώτα που γλιστρούσε στη λαμπερή του καράφλα. Ό,τι κάνουν δηλαδή τόσα χρόνια οι τεμπελχανάδες του Ιερατείου.
Ο Στόρσιγκε τους σιχαινόταν. Κι όχι άδικα. Κάθε μέρα ο Αρχιεπίσκοπος Χερρασίλμα έκλανε κι από μια προφητεία. Με ηλιθιότητες περί μεγάλων χρησμών κι οραμάτων είχε στείλει στον θάνατο χιλιάδες στρατιώτες, πολλούς από τους οποίους ο Στόρσιγκε γνώριζε προσωπικά. Όταν ακόμα ήταν ένας ένδοξος λοχαγός του Ιερού Λόχου της Προλεάννα, ήξερε σχεδόν όλα τα ονόματα των αντρών και των γυναικών που διοικούσε· και το χειρότερο ήταν πως τα θυμόταν ακόμα. Και τώρα σχεδόν όλοι ήταν χωμένοι στο κρύο χώμα. Γαμημένοι απατεώνες. Τσαρλατάνοι. Σε είκοσι χρόνια είχατε προβλέψει δέκα χιλιάδες νίκες στα ιερά σας κωλόνερα και δέκα χιλιάδες στρατιώτες βρίσκονται στο χώμα.
Δεν ήθελε να βοηθάει το Ιερατείο, αλλά έλεγχαν τα πάντα. Είχαν τη μύτη τους χωμένη παντού. Είχε καταφέρει εδώ και τρία χρόνια να μείνει κρυμμένος από τον Αρχιερέα της Ανατολίδας και δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να αλλάξει αυτό, ειδάλλως μπορεί να τον φυλάκιζαν ως επίορκο ή ακόμα χειρότερα να τον ξανακαλούσαν να ηγηθεί ως λοχαγός σε κάποια ένδοξη Ιερή Εκστρατεία που προφανώς θα κατέληγε σε περισσότερο θάνατο. Θάνατος. Ένας παλιόφιλος που σε ζαλίζει να βγείτε για μπίρα, κι ενώ εσύ θες να μείνεις μακριά του, τελικά δέχεσαι.
«Ορίστε», ο Παλάστο προέταξε το σπαθί στον Στόρσιγκε.
Το άρπαξε απότομα και το τράβηξε από τη δερμάτινη θήκη. Ασημένιο και τόσο καθαρό, που σχεδόν έμοιαζε λευκό. Ωραίο σπαθί. Ένα ζαφείρι δέσποζε στον δρύινο χειροφυλακτήρα, γκρίζο και μουντό, σαν ξεχασμένος νεκρός σε ένα εγκαταλελειμμένο κελάρι. Πέταξε τη θήκη στο έδαφος.
Ο Παλάστο έτρεξε ατσούμπαλα και τη μάζεψε, λες κι ήταν το ετοιμοθάνατο σκυλί του.
Είναι μια γαμημένη θήκη, άνθρωπέ μου.
Ο Στόρσιγκε έδειξε τις πέτρες με το σπαθί, κρατώντας το αδύναμα στο χέρι. Ο Παλάστο ένευσε τόσο εκστασιασμένος, που για λίγο νόμιζε πως ο γέρος έπαθε ανακοπή. Πλησίασε τις πέτρες σέρνοντας το ξίφος, χαράζοντας ένα μικρό χωμάτινο αυλάκι πίσω του. Το χώμα είχε σφιχταγκαλιάσει τις κοτρόνες, παρέα με ρίζες λουλουδιών που μπλέκονταν ανάμεσά τους.
«Χώνω το σπαθί μέσα στις κωλόπετρες και μπορώ να γυρίσω σπίτι;»
«Ναι!» απάντησε ο Παλάστο ψιθυριστά κι ανυπόμονα, ενώ έσφιγγε τη θήκη του σπαθιού στα χέρια του.
«Γιατί δεν το έκανες εσύ και μ’ έσυρες εδώ πάνω;» Δεν άντεξε να μη ρωτήσει. Δυο μέρες πεζοπορία στο βουνό δεν ξεχνιόνταν εύκολα. Ειδικά με τον Παλάστο για παρέα.
Ο μοναχός σήκωσε τα λιπόσαρκα χέρια του. «Είσαι δυνατότερος από μένα. Κι επιπλέον σκέφτηκα πως αν γίνεις μάρτυρας του θαύματος, ίσως να ξανάβρισκες την πίστη σου». Τελείωσε μ’ ένα αβέβαιο χαμόγελο.
Ο Στόρσιγκε ξεφύσησε. «Ό,τι πεις. Ας τελειώνουμε». Σήκωσε το σπαθί κρατώντας το στα δυο χέρια, με την αιχμηρή άκρη στραμμένη στις πέτρες. Ήταν πολύ ελαφρύτερο απ’ ό,τι νόμιζε. Το ένιωθε σαν φυσική προέκταση του χεριού του. Πολύ καλό σπαθί. Δεν καθυστέρησε. Το έμπηξε ανάμεσα στις πέτρες.
Το χώμα τον έσπρωχνε πίσω με άγριο πείσμα, λες κι ήταν ζωντανό. Πίεσε το ξίφος περισσότερο. Ένιωθε τις φλέβες στο κεφάλι του να πρήζονται. Και τα πόδια του να γλιστράνε. Φυσούσε και ξεφυσούσε σαν εγκυμονούσα, ενώ πάλευε να το σφηνώσει βαθύτερα. Τι στα σκατά; Έριξε όλο το βάρος του στο σπαθί. Τα μπράτσα του έκαιγαν, οι παλάμες του γδέρνονταν στην ξεφτισμένη δρύινη λαβή. Τέτοιο πείσμα ούτε η Ανναΐλα δεν είχε. Στη θύμησή της αναθάρρησε. Αισθάνθηκε για μια στιγμή πως στη θέση του Παλάστο ήταν εκείνη και τον κοιτούσε ενθαρρυντικά, μ’ εκείνο το μαγικό χαμόγελο που έκανε τα πάντα να μοιάζουν πιθανά. Μούγκρισε. Ψέκασε με σάλια τον αέρα γύρω του. Ούρλιαξε, έχοντας εκείνη στο μυαλό του. Γρύλισε με το χάδι της να αναζωπυρώνεται στο μάγουλό του. Βαριανάσαινε με τον τάφο της να ζωντανεύει στο κεφάλι του. Χαλάρωσε τη λαβή. Το πιγούνι του ζάρωσε. Ήταν έτοιμος να βουρκώσει. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή το σπαθί κύλησε μέσα στις πέτρες, λες και τρυπούσε ζάχαρη με μια καρφίτσα. Το άφησε από τα χέρια του και τραβήχτηκε πίσω μουσκεμένος στον ιδρώτα. Τούφες από τα λαδωμένα μαλλιά του είχαν κολλήσει στο κούτελό του, ενώ οι μπότες του είχαν γεμίσει με μικρά πετραδάκια που τρυπούσαν τις πατούσες του.
«Γαμημένο! Για μια στιγμή νόμιζα ότι δε θα τα κατάφερνα». Ο Στόρσιγκε κοίταξε τον Παλάστο. Ο μοναχός κρατούσε τη θήκη του σπαθιού κάτω από τη μασχάλη δείχνοντας κατάπληκτος, με το δάχτυλο τεντωμένο προς τις πέτρες, ενώ η κάτω γνάθος του κόντευε να αγγίξει το στήθος του.
Ε; Από το ζαφείρι στη λαβή του σπαθιού αναδυόταν μια παχύρευστη, ομιχλώδης αύρα, που σχημάτιζε μια γυναικεία μορφή. Αιθέρια, θεϊκή, με απαλό νεανικό πρόσωπο, αθώα μάτια, λυτά πλούσια και ζωηρά μαλλιά. Άστραψε. Από γκριζωπή η αύρα μετατράπηκε σε χρυσή, σαν ακτίνα ήλιου που δραπέτευσε και κατέβηκε στη γη.
Ο Στόρσιγκε έφερε την παλάμη μπροστά στα μάτια του. Προσπαθούσε να κρυφοκοιτάξει, αλλά το φως ήταν τόσο δυνατό, που πίστευε ότι θα τον τύφλωνε άπαξ και τ’ αντίκριζε. «Παλάστο, τι σκατά συμβαίνει;» φώναξε, για να υπερνικήσει τον άνεμο που πάλευε γύρω τους σαν θεριό μέσα σε κλουβί.
«Δεν ξέρω!» τσίριξε ο Παλάστο, ενώ οι ξεφτισμένες λευκές του ρόμπες χτυπιόντουσαν σαν δαιμονισμένες.
«Εσύ». Μια γλυκιά, αθώα φωνή αντήχησε στο κεφάλι του Στόρσιγκε. Πάγωσε.
Ανναΐλα;
Η αύρα γιγαντώθηκε, τα νήματα που την έπλεκαν σκίστηκαν βίαια από το ζαφείρι στη λαβή του σπαθιού και καρφώθηκαν στα πόδια, στην κοιλιά και στα χέρια του Στόρσιγκε. Η γυναικεία αύρα τραβήχτηκε κατά πάνω του με υπερφυσική ορμή. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Έπεσε πάνω του και τον γκρέμισε στο έδαφος. Χώμα γέμισε το στόμα του. Το γρασίδι μαστίγωνε το πρόσωπό του. Έβλεπε θαμπά τα έντομα που κινούνταν ατάραχα στο έδαφος.
«Εσύ».
Το κεφάλι του έγινε βαρύ. Τα πάντα σκοτείνιασαν.
ΟΤΑΝ ΧΡΩΣΤΑΣ ΧΑΡΗ
Ο Στόρσιγκε ποτέ δεν ήθελε να πάει εκεί, όμως χρωστούσε χάρη στον Παλάστο. Τουλάχιστον η θέα ήταν καλή. Η κορυφή του βουνού ξεγύμνωνε τα πάντα. Όλα φαίνονταν από κει πάνω. Το Ασκίαστο Δάσος με τις ροζ αμυγδαλιές· το ποτάμι του Αχάριστου με τις εκατοντάδες στροφές, που έκαναν τον Στόρσιγκε να ανακατεύεται· και φυσικά η Ανατολίδα με τα κοντά σπίτια με τις τούβλινες σκεπές και τον πύργο του Αρχιερέα, που έριχνε τη χοντρή του σκιά στην πόλη, δημιουργώντας την εντύπωση ότι μια λωρίδα της είχε καεί ολοσχερώς.
Σκατούπολη με σκατόκοσμο. Το μόνο καλό εδώ πάνω είναι πως δεν αναγκάζομαι να βλέπω τις σκατόφατσές σας. Στη θύμηση μονάχα του καλοκάγαθου Μπρίλμπαριλ, που χαμογελούσε κι ένευε συνεχώς με υπερβολική ευγένεια, ενώ τα βράδια έδερνε τη γυναίκα του, ένιωσε την ανάγκη να χτυπήσει κάτι.
«Ωραία, φτάσαμε στην κωλοκορφή», είπε ο Στόρσιγκε κι έφτυσε μια παχιά ροχάλα στο γρασίδι. «Τι κάνουμε τώρα;»
Ο Παλάστο κρατούσε τα γόνατά του και βαριανάσαινε. Το φως του ήλιου έκανε την καράφλα του να γυαλίζει και τα γκρίζα μαλλιά στους κροτάφους του να φαίνονται σχεδόν κατάλευκα. Μόλις σήκωσε το κεφάλι του και είδε τις τρεις στημένες σε ένα τρίγωνο κοτρόνες, γούρλωσε τα σακουλιασμένα του μάτια, λες κι είχε αντικρίσει κάποια θεόσταλτη αιθέρια παρουσία. Είναι γαμημένες πέτρες, άνθρωπέ μου. Ο Παλάστο έπιασε το σπαθί με τη θήκη από την πλάτη του και το έφερε μπροστά του με τόση ευλάβεια, λες και κρατούσε βρέφος. Είναι ένα γαμημένο σπαθί, άνθρωπέ μου. Το κράτησε τελετουργικά μπροστά του με χαμηλωμένο κεφάλι, λες και ντρεπόταν να το αντικρίσει.
Ο Στόρσιγκε καθάρισε τον λαιμό του. «Θα το γαμήσεις κιόλας; Τι θα γίνει;»
«Σταμάτα, βλάσφημε!» τον επέπληξε ο μοναχός, αλλά ο Στόρσιγκε απλώς γελούσε τσιριχτά και πνιχτά. «Σύμφωνα με τα ιερά γραπτά του Ηλιόπυργου, μόλις το ξίφος καθίσει ανάμεσα στις πέτρες, θα τρυπήσει την καρδιά της Ηλιόλουστης Λεάννα και θα την ξυπνήσει για να ηγηθεί ενάντια στους αβυσσαλέους Αόμματους».
Ο Παλάστο μιλούσε ψιθυριστά, με πάθος και ευλάβεια, χωρίς να αποσπάται από τον ιδρώτα που γλιστρούσε στη λαμπερή του καράφλα. Ό,τι κάνουν δηλαδή τόσα χρόνια οι τεμπελχανάδες του Ιερατείου.
Ο Στόρσιγκε τους σιχαινόταν. Κι όχι άδικα. Κάθε μέρα ο Αρχιεπίσκοπος Χερρασίλμα έκλανε κι από μια προφητεία. Με ηλιθιότητες περί μεγάλων χρησμών κι οραμάτων είχε στείλει στον θάνατο χιλιάδες στρατιώτες, πολλούς από τους οποίους ο Στόρσιγκε γνώριζε προσωπικά. Όταν ακόμα ήταν ένας ένδοξος λοχαγός του Ιερού Λόχου της Προλεάννα, ήξερε σχεδόν όλα τα ονόματα των αντρών και των γυναικών που διοικούσε· και το χειρότερο ήταν πως τα θυμόταν ακόμα. Και τώρα σχεδόν όλοι ήταν χωμένοι στο κρύο χώμα. Γαμημένοι απατεώνες. Τσαρλατάνοι. Σε είκοσι χρόνια είχατε προβλέψει δέκα χιλιάδες νίκες στα ιερά σας κωλόνερα και δέκα χιλιάδες στρατιώτες βρίσκονται στο χώμα.
Δεν ήθελε να βοηθάει το Ιερατείο, αλλά έλεγχαν τα πάντα. Είχαν τη μύτη τους χωμένη παντού. Είχε καταφέρει εδώ και τρία χρόνια να μείνει κρυμμένος από τον Αρχιερέα της Ανατολίδας και δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να αλλάξει αυτό, ειδάλλως μπορεί να τον φυλάκιζαν ως επίορκο ή ακόμα χειρότερα να τον ξανακαλούσαν να ηγηθεί ως λοχαγός σε κάποια ένδοξη Ιερή Εκστρατεία που προφανώς θα κατέληγε σε περισσότερο θάνατο. Θάνατος. Ένας παλιόφιλος που σε ζαλίζει να βγείτε για μπίρα, κι ενώ εσύ θες να μείνεις μακριά του, τελικά δέχεσαι.
«Ορίστε», ο Παλάστο προέταξε το σπαθί στον Στόρσιγκε.
Το άρπαξε απότομα και το τράβηξε από τη δερμάτινη θήκη. Ασημένιο και τόσο καθαρό, που σχεδόν έμοιαζε λευκό. Ωραίο σπαθί. Ένα ζαφείρι δέσποζε στον δρύινο χειροφυλακτήρα, γκρίζο και μουντό, σαν ξεχασμένος νεκρός σε ένα εγκαταλελειμμένο κελάρι. Πέταξε τη θήκη στο έδαφος.
Ο Παλάστο έτρεξε ατσούμπαλα και τη μάζεψε, λες κι ήταν το ετοιμοθάνατο σκυλί του.
Είναι μια γαμημένη θήκη, άνθρωπέ μου.
Ο Στόρσιγκε έδειξε τις πέτρες με το σπαθί, κρατώντας το αδύναμα στο χέρι. Ο Παλάστο ένευσε τόσο εκστασιασμένος, που για λίγο νόμιζε πως ο γέρος έπαθε ανακοπή. Πλησίασε τις πέτρες σέρνοντας το ξίφος, χαράζοντας ένα μικρό χωμάτινο αυλάκι πίσω του. Το χώμα είχε σφιχταγκαλιάσει τις κοτρόνες, παρέα με ρίζες λουλουδιών που μπλέκονταν ανάμεσά τους.
«Χώνω το σπαθί μέσα στις κωλόπετρες και μπορώ να γυρίσω σπίτι;»
«Ναι!» απάντησε ο Παλάστο ψιθυριστά κι ανυπόμονα, ενώ έσφιγγε τη θήκη του σπαθιού στα χέρια του.
«Γιατί δεν το έκανες εσύ και μ’ έσυρες εδώ πάνω;» Δεν άντεξε να μη ρωτήσει. Δυο μέρες πεζοπορία στο βουνό δεν ξεχνιόνταν εύκολα. Ειδικά με τον Παλάστο για παρέα.
Ο μοναχός σήκωσε τα λιπόσαρκα χέρια του. «Είσαι δυνατότερος από μένα. Κι επιπλέον σκέφτηκα πως αν γίνεις μάρτυρας του θαύματος, ίσως να ξανάβρισκες την πίστη σου». Τελείωσε μ’ ένα αβέβαιο χαμόγελο.
Ο Στόρσιγκε ξεφύσησε. «Ό,τι πεις. Ας τελειώνουμε». Σήκωσε το σπαθί κρατώντας το στα δυο χέρια, με την αιχμηρή άκρη στραμμένη στις πέτρες. Ήταν πολύ ελαφρύτερο απ’ ό,τι νόμιζε. Το ένιωθε σαν φυσική προέκταση του χεριού του. Πολύ καλό σπαθί. Δεν καθυστέρησε. Το έμπηξε ανάμεσα στις πέτρες.
Το χώμα τον έσπρωχνε πίσω με άγριο πείσμα, λες κι ήταν ζωντανό. Πίεσε το ξίφος περισσότερο. Ένιωθε τις φλέβες στο κεφάλι του να πρήζονται. Και τα πόδια του να γλιστράνε. Φυσούσε και ξεφυσούσε σαν εγκυμονούσα, ενώ πάλευε να το σφηνώσει βαθύτερα. Τι στα σκατά; Έριξε όλο το βάρος του στο σπαθί. Τα μπράτσα του έκαιγαν, οι παλάμες του γδέρνονταν στην ξεφτισμένη δρύινη λαβή. Τέτοιο πείσμα ούτε η Ανναΐλα δεν είχε. Στη θύμησή της αναθάρρησε. Αισθάνθηκε για μια στιγμή πως στη θέση του Παλάστο ήταν εκείνη και τον κοιτούσε ενθαρρυντικά, μ’ εκείνο το μαγικό χαμόγελο που έκανε τα πάντα να μοιάζουν πιθανά. Μούγκρισε. Ψέκασε με σάλια τον αέρα γύρω του. Ούρλιαξε, έχοντας εκείνη στο μυαλό του. Γρύλισε με το χάδι της να αναζωπυρώνεται στο μάγουλό του. Βαριανάσαινε με τον τάφο της να ζωντανεύει στο κεφάλι του. Χαλάρωσε τη λαβή. Το πιγούνι του ζάρωσε. Ήταν έτοιμος να βουρκώσει. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή το σπαθί κύλησε μέσα στις πέτρες, λες και τρυπούσε ζάχαρη με μια καρφίτσα. Το άφησε από τα χέρια του και τραβήχτηκε πίσω μουσκεμένος στον ιδρώτα. Τούφες από τα λαδωμένα μαλλιά του είχαν κολλήσει στο κούτελό του, ενώ οι μπότες του είχαν γεμίσει με μικρά πετραδάκια που τρυπούσαν τις πατούσες του.
«Γαμημένο! Για μια στιγμή νόμιζα ότι δε θα τα κατάφερνα». Ο Στόρσιγκε κοίταξε τον Παλάστο. Ο μοναχός κρατούσε τη θήκη του σπαθιού κάτω από τη μασχάλη δείχνοντας κατάπληκτος, με το δάχτυλο τεντωμένο προς τις πέτρες, ενώ η κάτω γνάθος του κόντευε να αγγίξει το στήθος του.
Ε; Από το ζαφείρι στη λαβή του σπαθιού αναδυόταν μια παχύρευστη, ομιχλώδης αύρα, που σχημάτιζε μια γυναικεία μορφή. Αιθέρια, θεϊκή, με απαλό νεανικό πρόσωπο, αθώα μάτια, λυτά πλούσια και ζωηρά μαλλιά. Άστραψε. Από γκριζωπή η αύρα μετατράπηκε σε χρυσή, σαν ακτίνα ήλιου που δραπέτευσε και κατέβηκε στη γη.
Ο Στόρσιγκε έφερε την παλάμη μπροστά στα μάτια του. Προσπαθούσε να κρυφοκοιτάξει, αλλά το φως ήταν τόσο δυνατό, που πίστευε ότι θα τον τύφλωνε άπαξ και τ’ αντίκριζε. «Παλάστο, τι σκατά συμβαίνει;» φώναξε, για να υπερνικήσει τον άνεμο που πάλευε γύρω τους σαν θεριό μέσα σε κλουβί.
«Δεν ξέρω!» τσίριξε ο Παλάστο, ενώ οι ξεφτισμένες λευκές του ρόμπες χτυπιόντουσαν σαν δαιμονισμένες.
«Εσύ». Μια γλυκιά, αθώα φωνή αντήχησε στο κεφάλι του Στόρσιγκε. Πάγωσε.
Ανναΐλα;
Η αύρα γιγαντώθηκε, τα νήματα που την έπλεκαν σκίστηκαν βίαια από το ζαφείρι στη λαβή του σπαθιού και καρφώθηκαν στα πόδια, στην κοιλιά και στα χέρια του Στόρσιγκε. Η γυναικεία αύρα τραβήχτηκε κατά πάνω του με υπερφυσική ορμή. Δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Έπεσε πάνω του και τον γκρέμισε στο έδαφος. Χώμα γέμισε το στόμα του. Το γρασίδι μαστίγωνε το πρόσωπό του. Έβλεπε θαμπά τα έντομα που κινούνταν ατάραχα στο έδαφος.
«Εσύ».
Το κεφάλι του έγινε βαρύ. Τα πάντα σκοτείνιασαν.
Περίληψη οπισθοφύλλου:
Ο Στόρσιγκε αποκτά επιτέλους τα μέσα για να αντιμετωπίσει το διεφθαρμένο Ιερατείο. Τι συμβαίνει όμως όταν μια καλοκάγαθη και ηθική θεά μπλέκεται στο κεφάλι ενός κυνικού θνητού;
Μέσα από τις περιπέτειες του πρώην λοχαγού ξετυλίγεται η πολυπλοκότητα της εξουσίας, της θυσίας και της διακαούς ανάγκης για εκδίκηση.
Στον κόσμο αυτό κάθε απόφαση είναι μια λεπτή ισορροπία ανάμεσα στην τιμή και την επιβίωση, στην πίστη και την αμφιβολία, στο καθήκον και την προδοσία. Όλοι θα παλέψουν με τις πιο σκοτεινές επιθυμίες και τους βαθύτερους φόβους τους προκειμένου να ανακαλύψουν ποιοι πραγματικά θέλουν να είναι.Η Αιώνια Έκλειψη πλησιάζει και η μάχη ανάμεσα στο Φεγγάρι και τον Ήλιο ξεκινάει…Εσύ ποια πλευρά θα διαλέξεις;
Bonus: Χάρτης
*Τα πνευματικά δικαιώματα τόσο της εικόνας του εξωφύλλου όσο και του άνωθεν αποσπάσματος ΔΕΝ ανήκουν στο blog, αλλά αποκλειστικά στο συγγραφέα και στον εκδοτικό οίκο.
**Το απόσπασμα δημοσιεύεται κατόπιν συνεννόησης και συναίνεσης του συγγραφέα.
Διαβάζοντας ένα απόσπασμα από το βιβλίο ''Το ξίφος της Προλεάννα"
Reviewed by Dominica
on
Μαΐου 09, 2025
Rating:
.jpg)
Δεν υπάρχουν σχόλια: